- μπαμπακιάζω
- αμετ.1) становиться белым, белеть; 2) седеть; 3) плесневеть, покрываться плесенью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπακιάζω — και βαμπακιάζω [μπαμπάκι] 1. αποκτώ επιφάνεια, ή υφή όμοια με τού βαμβακιού 2. μουχλιάζω 3. αποκτώ χρώμα λευκό σαν το χρώμα τού μπαμπακιού («γέρασε πια και μπαμπακιάσανε τα μαλλιά του») … Dictionary of Greek
μπαμπακιάζω — μπαμπάκιασα, μπαμπακιασμένος, αποχτώ υφή όμοια με του μπαμπακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)